ἀναπεπταμένας

ἀναπεπταμένας
ἀναπεπταμένᾱς , ἀναπεπταμένος
explicitly
fem acc pl
ἀναπεπταμένᾱς , ἀναπεπταμένος
explicitly
fem gen sg (doric aeolic)
ἀναπεπταμένᾱς , ἀναπετάννυμι
spread out
perf part mp fem acc pl
ἀναπεπταμένᾱς , ἀναπετάννυμι
spread out
perf part mp fem gen sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πύλη — Η μεγάλη θύρα φρουρίου, ναού, ανακτόρου ή και των τειχών μιας οχυρωμένης πόλης. Στον πληθυντικό ο όρος σημαίνει μια στενή διάβαση ανάμεσα σε δύο βουνά ή ανάμεσα σε ένα βουνό και στη θάλασσα. Στην εκκλησιαστική ορολογία ωραία π., αγία π. ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”